Αρχική Σελίδα

Εκκλησία της Μονής ΜίλκοβοΈνα από τα επτά μοναστήρια το οποίο βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Μεγάλα Μόραβα και μαζί με τα υπόλοιπα μοναστήρια (Τόμιτς, Γιάκοβιτς, Ράντοσιν, Ίβκοβιτς, Ντόμπρες, Ντεβέσινιε και Ζλατένατς) αποτελούν την ενότητα η οποία ονομάζεται Άγιος Όρος του Ρέσαβα.

Ντόμπρες, Ντεβέσινιε, Ζλατένατς και Μπούκοβιτσα ανήκουν στη συστάδα του χωριών Γκλόζανι. Από αυτά, μόνο τα μοναστήρια Ζλατένατς και Μπούκοβιτσα λειτουργούν. Όμως το μοναστήρι Ντόμπρες είναι ανακαινισμένο και βρίσκεται 1.8 χμ νότιο-ανατολικά από το μοναστήρι Μίλκοβο. Στο μοναστήρι Ντεβέσινιε υπάρχουν μόνο τα ίχνη της προηγούμενης ύπαρξης.

Το μοναστήρι του Μίλκο το σημερινό του όνομα έλαβε στο τέλος του 18ου αιώνα, η παλαιά του ονομασία ήταν Μοναστήρι Μπούκοβιτσα. Δεν υπάρχουν στοιχεία η οποία υποδεικνύουν ποιος έχτισε αυτό το μοναστήρι αλλά το πρώτο έγγραφο στο οποίο αναφέρεται η ονομασία του χρονολογείται από το 1374. Εκείνη την χρόνια, ο ηγεμόνας Λάζαρος με την χρυσόβουλά του στέλνει δώρα στους μοναχούς και ανάμεσά σε άλλα αναφέρεται »Боуковица брод на гложанех на Морав» (Μπούκοβιτσα, πλοίο στο Γκλόζανε στη Μόραβα).

Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές, το μοναστήρι χτίστηκε από τον ντεσπότι Στέφαν Λαζάρεβιτς αλλά αυτό αποτελεί περισσότερο εικασία παρά ιστορικό γεγονός.

Υπάρχουν ιστορικά στοιχεία οι οποία ισχυρίζονται ότι αυτό το μοναστήρι λειτουργούσε και ως σχολείο και κέντρο αντιγραφής παλαιών βιβλίων.

Έπειτα από την πτώση της Σερβίας, οι Τούρκοι το 1467 πραγματοποίησαν την καταγραφή του πληθυσμού στο οποίο αναφέρεται το μοναστήρι Εισόδια της Θεοτόκου (пресвето Ваведение) και το χωριό Γκλόζανε. Αναμφίβολα πρόκειται για το μοναστήρι Μπούκοβιτσα.

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο 16ο και 17ο αιώνα δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία που συσχετίζονται με το μοναστήρι αυτό.

Στην διάρκεια της Αυστροουγγρικής κατοχής της Σερβίας σε έναν γεωγραφικό χάρτη σημειώνεται και το μοναστήρι Μπούκοβιτσα.

Υπάρχουν υποθέσεις ότι με την νέα κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το μοναστήρι αυτό γκρεμίστηκε και κάηκε.

Το 1787 το μοναστήρι αναστηλώθηκε από τον Μίλκο Τόμιτς, έμπορο του Γκλόζανε από τον οποίον ονομάστηκε σήμερα το μοναστήρι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο κύριος Τόμιτς τα πέρασε σε αυτό το μοναστήρι, όπου αναπαύτηκε και θάφτηκε στην πύλη του μοναστηριού.

Στη διάρκεια του Φραϊκορικού πολέμου ή οπώς αλλιώς ονομάζεται η επανάσταση της Κότσινα Κράϊνα (το 1787) αυτό το μοναστήρι διατηρούσε επαφές με τους αντάρτες του Κότσα Αντζέλοβιτς.

Το 1793 σύμφωνα με το τούρκικο φιρμάνι, ο ηγεμόνας του Ρέσαβα, Πέταρ Γιακόβλιεβίτς από το Γκλόζανε εκλέχθηκε επικεφαλής άρχοντας της συστάδας των 12 σερβικών χωριών. Ο ίδιος ξεκίνησε την αναπαλαίωση του μοναστηριού το οποίο κάηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους έως αντίποινο στην βοήθεια που το μοναστήρι προσέφερε στους αντάρτες της επανάστασης της Κότσινα Κράϊνα.

Σε εκείνη την περίοδο στο μοναστήρι έρχεται ο ιερέας Μίλκο Ρίστιτς από το Λάποβο και εντατικά συνεχίζει την αναστήλωση του μοναστηριού. Επίσης, αρχίζει ξανά να λειτουργεί και το σχολείο του μοναστηριού για την μόρφωση και εκπαίδευση των μελλοντικών νοταρίων, δάσκαλων και ιερέων.

Αυτό το σχολείο παλαιότερα τέλειωσε και ο βοϊβόδας Στέβαν Σίντζελιτς γύρω στο 1780-1785 όταν ως νεαρός ζούσε και δούλευε στην ιδιοκτησία του ηγεμόνα Πέταρ στο Γκλόζανε.

Στην περίοδο προετοιμασίας της Πρώτης Σερβικής Επανάστασης, το μοναστήρι του Μίλκο γίνεται μέρος συγκέντρωσης των ανταρτών από το Ρέσαβα και Σουμάδια.

Το 1803 στο μοναστήρι συναντιούνται πολλοί τοπικοί άρχοντες των συστάδων και επιλέγουν για τον ηγέτη της Επανάστασης τον ηγεμόνα Πέταρ ο οποίος το αρνείται.

Το 1808, το μοναστήρι του Μίλκο ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την βοήθεια που προσέφερε κατά την διάρκεια της επανάστασης λαμβάνει ως δώρο την εκκλησιαστική καμπάνα από τον Καραγιοργιε στο οποίο έγραφε: «Φτιάχτηκε υπό την ηγεμονία του άρχοντα του σερβικού λαού του Γεόργιε Πέτροβιτς». Το 1830 μεταφέρθηκε στο Κραγκούγιεβατς και πρώτη φορά χτύπησε στην ελεύθερη Σερβία ενώ έπειτα στάλθηκε στο μοναστήρι Ραβάνιτσα. Από τον άρχοντα Μίλος, το μοναστήρι του Μίλκο πήρε καινούργια καμπάνα.

Με την πτώση της Πρώτης Σερβικής Επανάστασης, το μοναστήρι ληστεύθη και κάηκε ξανά για αντίποινο.

Γύρω στο 1820. το μοναστήρι του Μίλκο ανασυλώθηκε εν μέρει και συνεχίζει την πνευματική του δράση.

Το σημερινό δρόμο προς το μοναστήρι, δίπλα στο βράχο, διάνοιξε ο ιερέας Στάνισα Άλεκσιτς από το Τσερκβέντσε. Και αυτός ήταν μαθητής του σχολείου στο μοναστήρι και συμμετέχων της Πρώτης και Δεύτερης Σερβικής επανάστασης. Ο ίδιος θάφτηκε στη νότια πλευρά της εκκλησίας.

Το 1856 πραγματοποιήθηκε η πιο σημαντική ανανέωση του μοναστηριού υπό την καθοδήγηση ηγούμενου Χατζή Παντελεήμονα καταγωγής από το Γκλόζανε. Η σημερινό χτίσμα της εκκλησίας χρονολογείται από εκείνη την περίοδο. Από τότε ξεκινάει και η ανάταση της μοναστηριακής ζωής.

Γύρω στα 1900, χτίστηκε πέτρινο τείχος, απομεινάρια του οποίου υπάρχουν στην νότιο-ανατολική πλευρά του βράχου όπου είναι χτισμένο το μοναστήρι.

Το 1926 στο μοναστήρι ήρθανε μοναχοί-μετανάστες Ρώσοι με επικεφαλής τον ιερομόναχο Αμβρόσιε Κουργκάνοβ. Τότε το μοναστήρι αναστηλώθηκε πνευματικά και υλικά.

Το 1952 το μοναστήρι μετατράπηκε σε γυναικείο κοινόβιο. Η πρώτη μονάζουσα που έμεινε εκεί ήταν η μοναχή και έπειτα ηγουμένη Δωροθέα. Σε εκείνη την περίοδο, το μοναστήρι πήρε την σημερινή όψη. Το 1968 ολοκληρώθηκε η αίθουσα μοναχικής αδελφότητας στη νότια πλευρά ενώ το 1996 χτίστηκε και η τραπεζαρία στη συνέχεια της αίθουσας αυτής. Το 1999 ολοκληρώθηκε και ο ξενώνας.

Σε άλλο μοναστήρι του »Άγιου Όρους του Ρέσαβα», Ντόμπρες, η αναστύλωση συνεχίζεται από το 2003.

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μακρής και Nataša Jovanov

κορυφή της σελίδας